Ο πρώτος
"εχθρός" που συνάντησα ήταν ένας τίγρης.
Ήταν τόσο όμορφος και
οι κινήσεις του ήταν τόσο φυσικές,
ελαστικές και γεμάτες χάρη, που δεν μου πήγαινε η καρδιά να τον σκοτώσω.
Τι να κάνω όμως; Βρέθηκα σε δίλημμα. Αν δεν τον
σκοτώσεις εσύ, σε τρώει εκείνος.
Με πολύ κόπο, και πολύ
χρόνο, κατάφερα να τον αποφύγω και να προχωρήσω
το παιγνίδι παραπέρα, χωρίς να χρειαστεί να τον σκοτώσω.
Δεν είχα προλάβει όμως να χαρώ για την επιτυχία
μου, και
εμφανίστηκε ο επόμενος εχθρός.
Κάτι απαίσιες μαύρες
αράχνες, που άρχισαν να σκαρφαλώνουν
στα πόδια μου και να με δαγκώνουν.
Τι να κάνω, πέστε μου;
Αναγκάστηκα να τις
σκοτώσω.
Ήταν όμως και κακάσχημες.
Ακολούθως μου όρμησαν, με ανατριχιαστικά
ξεφωνητά,
κάτι σιχαμένα μαύρα πουλιά, να μου βγάλουν τα μάτια.
Ε, τους έδωσα κι αυτονών και κατάλαβαν.
Σιγά σιγά εξοικειώθηκα.
Όταν παρακάτω μου
ξαναεμφανίστηκαν κάποιες τίγρεις,
δεν κάθισα να το πολυσκεφτώ και να προσέξω,
πόσο χαριτωμένες ήταν οι κινήσεις τους.
Τις έστειλα από εκεί που ήρθαν.
Κι όταν αργότερα, καθώς προχωρούσε το παιγνίδι,
εμφανίσθηκαν και άνθρωποι κακοί, κάτι ελεεινοί μαφιόζοι οπλισμένοι,
που έτσι και δεν προλάβαινες να τους ξεπαστρέψεις εσύ, σε καθάριζαν εκείνοι,
δεν είχα κανένα πρόβλημα, να τους κανονίσω.
Μέχρι το τέλος του
παιγνιδιού είχα ωριμάσει τόσο,
που ενδομύχως ευχόμουνα, να εμφανιστούν τίποτα κακοί ακόμα,
για να τους δείξω, με ποιόν τόλμησαν να τα βάλουν.